- μεταπλαστικός
- η , ό[ν]1) преобразующий; видоизменяющий; 2) преобразованный, видоизменённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταπλαστικός — ή, ό (Α μεταπλαστικός, ή, όν) [μεταπλάθω] νεοελλ. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί μετάπλαση ή αυτός που έχει σχηματιστεί με μεταπλασμό αρχ. (για τύπους) (στους ποιητές) ο μεταβεβλημένος. επίρρ... μεταπλαστικώς και ά (Α μεταπλαστικῶς) με μεταπλασμό … Dictionary of Greek